λιποθύμισμα

λιποθύμισμα
το [λιποθυμώ]
το λιποθύμημα, η λιποθυμία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λιποθύμισμα — το, ατος η λιποθυμία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιποθύμημα — το (Μ λιποθύμημα) [λιποθυμώ] η λιποθυμία, το λιποθύμισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”